ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΠαραδοσιακά επαγγέλματα |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πάτησε εδώ να πάρεις την εργασία σε μορφή PDF |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ετυλίγοντας το νήμα των παραδοσιακών επαγγελμάτων και ασχολιών, θα βρεθούμε σ’ ένα κόσμο μακρινό, ξεχασμένο στο παρελθόν, όπου θα διαπιστώσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε οι άνθρωποι χωρίς τα μέσα που διαθέτουμε εμείς σήμερα αλλά παράλληλα θα θαυμάσουμε κιόλας την επινοητικότητά τους ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά που τους έδινε η φύση καθώς επίσης και τις φυσικές ενέργειες (νερό, άνεμο, βιομάζα) Η παλιότερη εποχή δεν θα εμφανισθεί σαν ιδανική ούτε πρόκειται ποτέ να αρνηθούμε τα καλά της σημερινής Τεχνολογίας για να ξαναγυρίσουμε στα παραδοσιακά εργαλεία, στο νερόμυλο, στο τζάκι και στο αλέτρι. Όμως μπορούμε να βρούμε πολλά θετικά σ’ εκείνη την εποχή. Η ανάγκη οδηγούσε τότε τους ανθρώπους να σκέφτονται και να επινοούν. Σήμερα μπορούμε εύκολα να βρούμε ό,τι θέλουμε και να φτιάξουμε χωρίς κόπο όποια κατασκευή θέλουμε και γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο να επινοήσουμε λύσεις. Αυτό όμως δεν είναι πάντα θετικό. Γιατί μπορεί εκτός από την άνεσή μας, να μας φέρει και την αδιαφορία. Μέσα λοιπόν από τις παραδοσιακές ασχολίες και τα επαγγέλματα των κατοίκων του χωριού, μπορούμε να βρούμε κάποιες λύσεις και απαντήσεις σε σημερινά ερωτήματα. Μπορούμε να πάρουμε ό,τι θετικό απόκτησαν εκείνοι και να το προσαρμόσουμε στα σημερινά δεδομένα ώστε να υπάρξει καλύτερη πρόοδος. Γιατί πρόοδος σημαίνει να εκμεταλλευόμαστε την εμπειρία των παλιότερων και να προχωράμε ακόμα πιο μπροστά. Σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει να αρνηθούμε τους παλιότερους.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΛΕΙΨΕΙ Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του τσαγκάρη, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Υπάρχουν τόσα και τόσα μοντέλα παπουτσιών που μπορούμε εύκολα να αγοράσουμε κι όταν χαλάσουν δεν τα πηγαίνουμε για επισκευή αλλά τα πετάμε και αγοράζουμε καινούργια. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Θα αναφέρω εδώ κάποια από τα επαγγέλματα που βρήκα ερευνώντας τις παλιότερες εποχές τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να εκλείψουν, έτσι για να μην ξεχαστούν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της παράδοσής μας.
Επαγγέλματα της γης
Δειλά, δειλά στην αρχή γεύεται ό,τι συλλέγει, για να ικανοποιήσει το αίσθημα της πείνας και στη συνέχεια επεμβαίνει στη φύση και συνεργάζεται με αυτήν παράγοντας τους πρώτους καρπούς της αρεσκείας του. Το επάγγελμα επομένως του γεωργού είναι το πρώτο που εξάσκησε ο άνθρωπος και μέχρι σήμερα, μετά από τόσους αιώνες συνεχίζει να καλλιεργεί τη γη.Μόνο που στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας ο άνθρωπος δε συνεργάζεται πλέον με τη γη, αλλά την εκμεταλλεύεται ασύστολα και με το χειρότερο τρόπο ρυπαίνοντάς την όλο και περισσότερο
Γεωργός
Μυλωνάς
Φούρναρης
νέας τεχνολογίας, τα οποία διευκολύνουν τη δύσκολη δουλειά του φούρναρη, έχουν αντικαταστήσει τις ξύλινες σκάφες και τα άλλα του σύνεργα του Φούρναρη.
Βοσκός
Οι μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες είναι σύγχρονες εγκαταστάσεις, που παρέχουν στα ζώα (κότες, αιγοπρόβατα, βοοειδή, γουρούνια) τεχνητές συνθήκες ανάπτυξης. Ελάχιστους βοσκούς θα συναντήσει κανείς στην ύπαιθρο και κανένας νέος δεν ακολουθεί το πατροπαράδοτο επάγγελμα.
Αργαλειός της υφάντρας
Είναι γνωστός από την αρχαίο εποχή, αφού στον Όμηρο η Πηνελόπη ύφαινε την ημέρα και ξήλωνε το βράδυ, για να ξεγελά τους μνηστήρες, ώσπου να γυρίσει ο Οδυσσέας που τον περίμενε χρόνια. Στη βυζαντινή εποχή ο αργαλειός γνώρισε μεγάλη ακμή.
Η ρόκα της γιαγιάς
Κεντήστρα Το παραδοσιακό κέντημα διακρίνεται για την ποικιλία των θεμάτων του και την προσκόλλησή του στη Βυζαντινή παράδοση. Οι νέες κοπέλες μάθαιναν τις διάφορες βελονιές της κεντητικής, για να κεντήσουν τα προικιά τους. Χαρακτηριστικό είδος είναι ο τσεβρές (= τουρκική λέξη cevre = κεντητό κεφαλομάντηλο), στον οποίο χρησιμοποιείται η βυζαντινή βελονιά και, εκτός από τις χρωματιστές κλωστές, κυρίως η χρυσοκλωστή, απομεινάρια και τα δύο της βυζαντινής εποχής. Τα παλιά κεντήματα μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής. Όταν μεγάλωναν οι νύχτες κι άρχιζε το κρύο από του Αγίου Δημητρίου, άρχιζαν και τα πατροπαράδοτα νυχτέρια στις πόλεις και στα χωριά. Το κέντημα γινόταν κοντά στο τζάκι από παρέες γυναικών, που συναγωνίζονταν στα αινίγματα ή άκουγαν τα παραμύθια της γιαγιάς. Τα χειροποίητα κεντητά προικιά έχουν πια αντικατασταθεί από βιομηχανοποιημένα. Μερικές γυναίκες, όμως, συνεχίζουν να κεντούν εργόχειρα με αμοιβή για όσους τα επιθυμούν. Παπλωματάς Στο εφαπλωματοποιείο φτιάχνονταν παπλώματα. Χρησιμοποιούσαν μαλλί ή βαμβάκι, για να γεμίσουν μια μεγάλη σακούλα από ύφασμα στο μέγεθος του κρεβατιού. Στη συνέχεια με ειδικές μηχανές ραψίματος έκαναν γαζιά πάνω στο ύφασμα δημιουργώντας σχέδια. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και μπορούσε να διαλέξει κανείς αυτό που του άρεσε για το δικό του πάπλωμα. Διόρθωναν επίσης και παλιά παπλώματα προσθέτοντας καινούριο μαλλί ή βαμβάκι και κατασκεύαζαν μαξιλάρια σε διάφορα μεγέθη.
Ράφτης
Βαρελάς
Ο βαρελάς κατασκευάζει και την ντουρβάνα. Είναι ένα ξύλινο δοχείο φαρδύ κάτω, που στενεύει όσο ανεβαίνει προς τα πάνω. Χρησιμοποιείται για να παραχθεί το βούτυρο.
Χαλκουργός
Μέχρι τα νεότερα χρόνια υπήρχαν σε πολλές πόλεις χαλκουργεία, στα οποία κατασκευάζονταν είδη νοικοκυριού και διακοσμητικά αντικείμενα. Μάλιστα ο χαλκός σχηματίζει πολλά σημαντικά κράματα μεγάλης αντοχής με διάφορα άλλα μέταλλα, όπως για παράδειγμα τον μπρούντζο (χαλκός και κασσίτερος), τον ορείχαλκο (χαλκός και ψευδάργυρος) και με τέτοιες μορφές επεκτάθηκε η χρήση του. Τέτοιου είδους αντικείμενα, ελληνικής κατασκευής ή εισαγόμενα από χώρες της Ανατολής, μπορεί να βρει κανείς σε παλαιοπωλεία.
Πλανόδιος γανωτής – ακονιστής Η φωνή του πλανόδιου γανωτή δεν ακούγεται πια στις γειτονιές. Κουβαλώντας έναν ποδοκίνητο τροχό στον ώμο και κρατώντας μια τσάντα με μερικά σύνεργά του στο χέρι προσκαλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν μαχαίρια για ακόνισμα και οικιακά σκεύη για γάνωμα. Αυτές τις δύο δουλειές πρόσφερε περνώντας μια φορά την εβδομάδα από τις συνοικίες της πόλης μας. Έβαζε στον τροχό του τη λάμα του μαχαιριού, την ακόνιζε και την έκανε κοφτερή σαν ξυράφι. Άλλοτε έστησε την γκαζιέρα του, έλιωνε τον κασσίτερο και γάνωνε κουταλομαχαιροπίρουνα και κατσαρολικά. Ζητούσε όμως τη βοήθεια της νοικοκυράς: μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε τα σκεύη που γάνωνε και λαμπύριζαν στον ήλιο. ΓΑΝΩΝΩ (από το αρχαίο ρήμα γανώ = δίνω λάμψη) Το επάγγελμα του γανωτή έσβησε μαζί με τις μπακιρένιες (τουρκική λέξη bakir = χαλκός) κατσαρόλες, που χρειάζονται γάνωμα από καιρό σε καιρό. Σιδεράς
Πεταλωτής
Τα πέταλα ήταν φτιαγμένα από σφυρηλατημένο σίδηρο. Αγόραζε σίδηρο σε ράβδους, το πύρωνε στη φωτιά και το επεξεργαζόταν μέχρι να του δώσει το σχήμα των οπλών του κάθε αλόγου. Η τοποθέτηση γινόταν με καρφιά στα νύχια των αλόγων. Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχουν πεταλωτήδες, αφού εδώ και χρόνια τα άλογα δεν χρησιμοποιούνται ως μεταφορικό μέσο.
Σαμαράς
Κατασκεύαζε, λοιπόν, το σαμάρι (<μεσαιων. λέξη σαγμάριν αρχ.< λέξη σάγμα), μια βάση για κάθισμα στην πλάτη του ζώου ή για τοποθέτηση άλλων αντικειμένων για μεταφορά. Το σαμάρι “αγκάλιαζε” τη ράχη του ζώου με ένα μαλακό σακί -υφασμάτινο από την πλευρά που ακουμπούσε το δέρμα του ζώου και δερμάτινο από την άλλη, γεμάτο μαλακό άχυρο - ενώ επάνω σε αυτό έμπαινε η ξύλινη κατασκευή του σαμαρά.
Τσαγκάρης
από τη μεσαιωνική λέξη τσαγγάρις τσάγγα = είδος παπουτσιού) [τσαγκάρης, τσαγγάρις < τσάγγα
Λούστρος
Ο εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κασελάκι (κιβώτιο), που στις πλαϊνές του θήκες είχε τις μπογιές των παπουτσιών, τις βούρτσες και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο λούστρος για τον καθαρισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με ένα μακρύ, γερό, δερμάτινο λουρί κρεμιόταν στον ώμο του ιδιοκτήτη, ο οποίος στο άλλο χέρι κρατούσε κι ένα μικρό καρεκλάκι. Αυτή ήταν όλη η περιουσία του λούστρου, που την μετέφερε εύκολα από το ένα στέκι στο άλλο. Ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του στο κέντρο του κιβωτίου, πάνω σε μια μπρούντζινη υπερυψωμένη βάση σε σχήμα παπουτσιού. Και ο λούστρος άρχιζε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα (Πρώτα του ενός παπουτσιού, ύστερα του άλλου). Μάλιστα πριν χρησιμοποιήσει τη μπογιά του τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώσει τις κάλτσες του πελάτη του. Το επάγγελμα βέβαια έχει εκλείψει σήμερα, μετά τις τόσες εύκολες βαφές παπουτσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο και μπορεί ο καθένας να βάψει εύκολα τα παπούτσια του. Που και που θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
Καλαθάς
Το καλάθι αποτελείται από το σκελετό, που σχηματίζεται από τις στερεότερες βέργες, και γύρω από αυτόν πλέκονται σε διάφορα σχέδια λεπτότερες βέργες και πιο ευλύγιστες. Συνήθως τα υλικά τα μαζεύουν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και, για να μην αλλοιωθεί το χρώμα τους, τα βρέχουν με νερό, τα συντηρούν με λινάτσα βρεγμένη και τα πλέκουν βρεγμένα. Με το καλάθι μετέφεραν άνθη, τρόφιμα, καρπούς, λαχανικά. Ήταν εξάλλου το έμβλημα των οικιακών ασχολιών και είχε γίνει σύμβολο της αφθονίας στις αρχαίες θρησκείες. Γι’ αυτό εμφανίζεται ως κάλυμμα της κεφαλής σε κάποιες θεότητες. Λέγεται ότι το σχήμα του έδωσε την ιδέα του κορινθιακού κιονόκρανου στην αρχαία αρχιτεκτονική. Σήμερα ασχολούνται με την καλαθοπλεκτική στις Κυκλάδες, στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, στην Κύπρο και στην πόλη μας. Στον οικισμό “Ήφαιστος” της Κομοτηνής υπάρχουν ακόμη μερικοί τεχνίτες, αλλά δε φαίνεται πολλοί νέοι να επιθυμούν να μάθουν την τέχνη, η οποία διαδόθηκε με την παράδοση και όσοι ασχολούνται σήμερα είναι μάλλον αυτοδίδακτοι.
Ψαθάς
Η ψάθα του χρησιμοποιούνταν για καλοκαιρινό στρωσίδι στο δάπεδο ή για σκιά σε κάποιο κιόσκι. Η φωνή του ψαθά δεν ακούγεται πια στις γειτονιές, που γύριζε για να πάρει παραγγελίες.
Καρεκλάς Πριν το πλαστικό υλικό εισχωρήσει στη ζωή μας και αντικαταστήσει σκεύη, αντικείμενα και έπιπλα, ο καρεκλάς κατασκεύαζε ψάθινες καρέκλες πλέκοντας με τα επιδέξια χέρια του το τετράγωνο κάθισμα πάνω σε ξύλινο σκελετό, που αγόραζε από το μαραγκό. Έκανε τη δουλειά του στην αυλή του σπιτιού του ή στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του, καθώς η τέχνη του δεν απαιτούσε εργαλεία αλλά μόνο το υλικό. Συχνά περιδιάβαινε τις γειτονιές και διαφήμιζε την τέχνη του, αφού επισκεύαζε και κατεστραμμένες καρέκλες. Τότε μπορούσε να σταματήσει σε οποιαδήποτε αυλή και να εργαστεί για τον πελάτη. Σήμερα αυτοί οι τεχνίτες έχουν εκλείψει, αφού κανείς δεν αγοράζει τέτοιες καρέκλες.
Παγοπώλης
Καρβουνιάρης Από το μαυρισμένο μικρό μαγαζί του έβγαινε βόλτα στις γειτονιές φορτωμένος με ένα τσουβάλι γεμάτο κάρβουνο στην πλάτη. Το πουλούσε για το προσάναμμα του τζακιού ή για ψησταριές.
Καφετζής Το παραδοσιακό καφενείο ήταν χώρος συγκέντρωσης αποκλειστικά των ανδρών, που συγκεντρώνονταν μετά τη δουλειά, για να ξεκουραστούν συζητώντας μαζί με τους φίλους τους τα θέματα της επικαιρότητας και απολαμβάνοντας τον καφέ τους, το ουζάκι τους ή το γλυκό τους. Λειτουργούσε από τις πρωινές ώρες μέχρι αργά το βράδυ. Ενώ σε μια γωνιά οι συζητήσεις και οι διαφωνίες πάνω σε διάφορα θέματα έδιναν και έπαιρναν, σε κάποια άλλη γωνιά του άλλοι απολάμβαναν τους παραδοσιακούς μεζέδες με το ούζο τους και οι φανατικοί της τράπουλας είχαν ήδη επιδοθεί στο αγαπημένο τους παιχνίδι.
Οργανοπαίχτης
Πολλές περιοχές της πατρίδας μας έχουν αρκετά παραδοσιακά όργανα, που ακόμη και σήμερα συνοδεύουν εκδηλώσεις διαφόρων πολιτισμικών ομάδων. Ο ζουρνάς (τουρκ. λέξη zurna = είδος αυλού), το νταούλι (μεσαιων. λέξη ταβούλιον = είδος τυμπάνου) η γκάιντα (τουρκ. λέξη gayda) ακόμη και η λατέρνα (ιταλ. λέξη laterna) εμφανίζονται πού και πού σε δημόσιους χώρους, σε γιορτές ή άλλες εκδηλώσεις. Με το ζουρνά και το νταούλι κάποιοι λένε τα κάλαντα στις γειτονιές για την Πρωτοχρονιά ή διασκεδάζουν τις παρέες στα αποκριάτικα γλέντια. Γκάιντα θα συναντήσει κανείς μόνο σε συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, ενώ καμιά στολισμένη λατέρνα σκορπά αραιά και πού παλιές μελωδίες στους πεζόδρομους της πόλης μας.
Πλανόδιος φωτογράφος
Έστηνε τη μεγάλη τετράγωνη φωτογραφική μηχανή με τον προεξέχοντα φακό πάνω σε ένα τρίποδο και φωτογράφιζε πρόσωπα και πράγματα. Το επάγγελμα αυτό έχει σβήσει σήμερα. Μόνο σε κάποιους πολυσύχναστους αρχαιολογικούς χώρους, μπορεί κανείς να συναντήσει έναν τέτοιο φωτογράφο με την άσπρη του ρόμπα, ο οποίος είναι τόσο γραφικός, ώστε αποτελεί ο ίδιος αντικείμενο φωτογράφησης των επισκεπτών.
Καραγκιοζοπαίχτης
Ο τουρκικός Καραγκιόζης δεν είναι άγνωστο θέμα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μετά όμως το 1830, με την κλιμακωτή απελευθέρωση των διαφόρων περιοχών του νεοσύστατου κράτους, το λαϊκό αυτό θέαμα αρχίζει να παίρνει ελληνική μορφή και να απλώνεται γοργά σε όλη τη χώρα. Η περίοδος 1880-1910 συνδέεται με τη μεγάλη ακμή του Θεάτρου σκιών και κορυφαίοι δημιουργοί το επανδρώνουν με νέες φιγούρες (Σιόρ Διονύσιος, Κολλητήρι, Μπαρμπα - Γιώργος), ώσπου αργότερα ο Καραγκιόζης ανυψώθηκε σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Κατά τη δεύτερη 25ετία του 20ου αι. το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη Σπαθάρη είναι συνυφασμένο με τον Καραγκιόζη, αφού είναι ο άνθρωπος που αγωνίστηκε να διατηρήσει αυτή τη θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, που κόντευε να σβήσει.
Ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Καραγκιόζης, κακομούτσουνος, καμπούρης, με μεγάλη μύτη, θυμόσοφος, χωρατατζής και αιώνια πεινασμένος, έχει μια πολύπλευρη προσωπικότητα, που δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Αγαπά να παρουσιάζεται δειλός, ανόητος ή ανήθικος, έχει ένα πνεύμα αυτοσατιρισμού και όμως είναι στιγμές που βλέπουμε τον Καραγκιόζη πλούσιο σε συναισθήματα, γενναίο, με ετοιμότητα και θάρρος. Γύρω του κινούνται ποικίλοι τύποι. Στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών πρώτη θέση κατέχουν οι κωμωδίες με θέματα από την καθημερινή ζωή, αλλά και θέματα εμπνευσμένα από τα παραμύθια, τις παραδόσεις και την ιστορία, που συνοδεύονται από τραγούδι. Σήμερα ελάχιστοι είναι οι φωτισμένοι εκείνοι άνθρωποι που διατηρούν αυτήν την τέχνη προσαρμόζοντας τα θέματα των ιστοριών τους και στην επικαιρότητα.
Ντελάλης (από το τελάλης τουρκ. λέξη tellal = κήρυκας) Ήταν διαλεγμένος για την βροντερή φωνή του και δουλειά του ήταν να γυρίζει στις γειτονιές και να ενημερώνει τους πολίτες για κάποιο νέο. Προσπαθούσε να πολλαπλασιάσει τη δύναμη της φωνής του σχηματίζοντας με τις δυο του παλάμες ένα χωνί κοντά στο στόμα του. Πάντως όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους, για να τον ακούσουν, αφού γνωστοποιούσε διαταγές των τοπικών αρχών ή άλλα ενδιαφέροντα νέα. Πραματευτής Πεζός με ένα μακρόστενο καλάθι στο χέρι, αλλά πιο συχνά καβάλα στο γαϊδουράκι του φορτωμένο με δύο ντουλαπάκια, γύριζε στις γειτονιές και διαλαλούσε την πολύ χρήσιμη στις νοικοκυρές πραμάτεια του: κορδέλες, κλωστές απλές ή μεταξωτές, κουμπιά και πολλά άλλα μικροαντικείμενα. Οι ημέρες της εβδομάδας ήταν μοιρασμένες στις γειτονιές, αλλά επισκεπτόταν και γειτονικά χωριά μεγαλώνοντας την πελατεία του. Ομπρελάς Τα χρόνια που οι άνθρωποι δεν είχαν την πολυτέλεια να αγοράζουν καινούργια πράγματα και κάθε τι που χαλούσε ή πάλιωνε, το διόρθωναν και το συντηρούσαν, υπήρχε και το επάγγελμα του ομπρελά. Πρακτικός τεχνίτης ο ομπρελάς κουβαλούσε μαζί του παλιές μισοχαλασμένες ομπρέλες από τις οποίες έπαιρνε τα ανταλλακτικά που του χρειάζονταν. Γύριζε πόλεις και χωριά και διόρθωνε μ’ αυτά τις χαλασμένες ομπρέλες. Για εργαλεία του είχε μια τανάλια, ένα ψαλίδι, μια πένσα και σύρμα. Μ’ αυτά και με τη φαντασία του έκανε θαύματα. Όταν η ομπρέλα καταστρεφόταν τελείως και δεν μπορούσε να επισκευασθεί, τότε έπαιρναν τα ακτινωτά χαλύβδινα ελάσματα (μπαλένες) τα λιμάρανε στην άκρη και φτιάχνανε βελόνες, με τις οποίες πλέκανε οι νοικοκυρές κάλτσες και φανέλες. Τίποτε δεν άφηναν τότε οι άνθρωποι να πάει χαμένο.
Καστανάς Ο Καστανάς ήταν εποχιακό επάγγελμα. Ξεκινούσε τη δουλειά του στις αρχές του Φθινοπώρου και δούλευε μέχρι το τέλος του Χειμώνα. Είναι από τα λίγα παραδοσιακά επαγγέλματα που δεν τα εξαφάνισε ο χρόνος και η «εξέλιξη». Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια ο Καστανάς ετοίμαζε τη Φουφού, προμηθεύονταν τα κάστανα κι έπιανε τη γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Η Φουφού (φορητό μαγκάλι) ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ’ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα ΄ριχνε στη Φουφού να ψηθούν. Τα κάστανα ήταν συνήθως βολιώτικα ή απ΄ το Χορτιάτη. Καθισμένος σ΄ ένα χαμηλό σκαμνάκι ο Καστανάς περίμενε την πελατεία του σκαλίζοντας τη φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, έπιανε τη μασιά και τα γύριζε απ’ την άλλη μεριά. Αφού ψήνονταν τα απομάκρυνε από τη Φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα ο Καστανάς και γέμιζε το χωνάκι που είχε φτιάξει από παλιές εφημερίδες.
*** Τέλος ![]()
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Παραδοσιακά επαγγέλματα (Ταξίδι στο χθές) Βασίλης Σαρησάββας 2. Εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη & Ζωή 3. Πληροφορίες από διάφορα Sites του ΙΝΤΕΡΝΕΤ
![]()
Περιεχόμενα
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
. | Πάτησε εδώ να πάρεις την εργασία σε μορφή PDF |
![]() |
![]() Αρχική |
![]() Πίσω |